Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
View word page
προσερεύγομαι
προσερεύγομαι Dep. to belch at or against: metaph., of waves, to break foaming against, Hom.

ShortDef

to belch at

Debugging

Headword:
προσερεύγομαι
Headword (normalized):
προσερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσερευγομαι
IDX:
28046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28079
Key:
prosereu/gomai

Data

{'content': 'προσερεύγομαι\n Dep. to belch at or against: metaph., of waves, to break foaming against, Hom.', 'key': 'prosereu/gomai'}