Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
View word page
προσερείδω
προσερείδω fut. σω to thrust against, Polyb., Plut. intr. to press against, Polyb.

ShortDef

to thrust against

Debugging

Headword:
προσερείδω
Headword (normalized):
προσερείδω
Headword (normalized/stripped):
προσερειδω
IDX:
28044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28077
Key:
proserei/dw

Data

{'content': 'προσερείδω\n fut. σω\n to thrust against, Polyb., Plut.\n intr. to press against, Polyb.', 'key': 'proserei/dw'}