Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσέσπερος
View word page
πρόσεργον
πρόσεργον πρόσ-εργον, ου, τό, earnings, the interest of money, Dem.
ShortDef
earnings, the interest of money
Debugging
Headword:
πρόσεργον
Headword (normalized):
πρόσεργον
Headword (normalized/stripped):
προσεργον
IDX:
28043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28076
Key:
pro/sergon
Data
{'content': 'πρόσεργον\n πρόσ-εργον, ου, τό,\n earnings, the interest of money, Dem.', 'key': 'pro/sergon'}