Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπιστέλλω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσέρπω
προσέρχομαι
προσερωτάω
προσεσπέριος
View word page
προσεργάζομαι
προσεργάζομαι fut. -άσομαι Dep. to work in addition to, τί τινι Eur., Plut.; ἀγαθὰ πρ. τινι to do good service to one besides, Hdt. to make or earn in addition, Xen.

ShortDef

to work in addition to

Debugging

Headword:
προσεργάζομαι
Headword (normalized):
προσεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεργαζομαι
IDX:
28042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28075
Key:
proserga/zomai

Data

{'content': 'προσεργάζομαι\n fut. -άσομαι\n Dep. to work in addition to, τί τινι Eur., Plut.; ἀγαθὰ πρ. τινι to do good service to one besides, Hdt.\n to make or earn in addition, Xen.', 'key': 'proserga/zomai'}