Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεπιρρίπτω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
View word page
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιτροπεύομαι Pass. to be under guardianship, Dem.
ShortDef
to be under guardianship
Debugging
Headword:
προσεπιτροπεύομαι
Headword (normalized):
προσεπιτροπεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτροπευομαι
IDX:
28038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28071
Key:
prosepitropeu/omai
Data
{'content': 'προσεπιτροπεύομαι\n Pass. to be under guardianship, Dem.', 'key': 'prosepitropeu/omai'}