Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρρίπτω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσερείδω
προσερέσθαι
View word page
προσεπιτείνω
προσεπιτείνω fut. -τενῶ to stretch still further, to lay more stress upon, τι Polyb. to torture or punish yet more, τινά Polyb.

ShortDef

to stretch still further, to lay more stress upon

Debugging

Headword:
προσεπιτείνω
Headword (normalized):
προσεπιτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτεινω
IDX:
28035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28068
Key:
prosepitei/nw

Data

{'content': 'προσεπιτείνω\n fut. -τενῶ\n to stretch still further, to lay more stress upon, τι Polyb.\n to torture or punish yet more, τινά Polyb.', 'key': 'prosepitei/nw'}