Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρρίπτω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
πρόσεργον
View word page
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισφραγίζομαι Dep. to set oneʼs seal to a thing besides, to testify besides, πρ. τι εἶναι Dem.

ShortDef

to set one's seal to

Debugging

Headword:
προσεπισφραγίζομαι
Headword (normalized):
προσεπισφραγίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπισφραγιζομαι
IDX:
28033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28066
Key:
prosepisfragi/zomai

Data

{'content': 'προσεπισφραγίζομαι\n Dep. to set oneʼs seal to a thing besides, to testify besides, πρ. τι εἶναι Dem.', 'key': 'prosepisfragi/zomai'}