Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπιβάλλω
προσεπιγράφω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρρίπτω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
προσεπιφέρω
View word page
προσεπισιτίζομαι
προσεπισιτίζομαι Mid. to provide oneself with further supplies of corn, Polyb.

ShortDef

to provide oneself with further supplies of grain

Debugging

Headword:
προσεπισιτίζομαι
Headword (normalized):
προσεπισιτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπισιτιζομαι
IDX:
28029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28062
Key:
prosepisiti/zomai

Data

{'content': 'προσεπισιτίζομαι\n Mid. to provide oneself with further supplies of corn, Polyb.', 'key': 'prosepisiti/zomai'}