Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγράφω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρρίπτω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτροπεύομαι
View word page
προσεπιρρίπτω
προσεπιρρίπτω fut. ψω to throw to besides, Aesop.
ShortDef
to throw to besides
Debugging
Headword:
προσεπιρρίπτω
Headword (normalized):
προσεπιρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιρριπτω
IDX:
28028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28061
Key:
prosepirri/ptw
Data
{'content': 'προσεπιρρίπτω\n fut. ψω\n to throw to besides, Aesop.', 'key': 'prosepirri/ptw'}