Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγράφω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρρίπτω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
View word page
προσεπιπονέω
προσεπιπονέω fut. ήσω to work still more, προσεπιπονεῖν ἀκούοντας to take the additional trouble of listening, Aeschin.

ShortDef

to work still more

Debugging

Headword:
προσεπιπονέω
Headword (normalized):
προσεπιπονέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπονεω
IDX:
28027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28060
Key:
prosepipone/w

Data

{'content': 'προσεπιπονέω\n fut. ήσω\n to work still more, προσεπιπονεῖν ἀκούοντας to take the additional trouble of listening, Aeschin.', 'key': 'prosepipone/w'}