Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνήθινος
ἄνηθον
ἀνήκεστος
ἀνήκοος
ἀνηκουστέω
ἀνήκουστος
ἀνήκω
ἀνηλεής
ἀνήλιος
ἀνήλιπος
ἀνήμελκτος
ἀνήμερος
ἀνηνεμία
ἀνήνεμος
ἀνήνοθε
ἀνήνυστος
ἀνήνυτος
ἀνήνωρ
ἀνηπύω
ἄνη
ἀνήροτος
View word page
ἀνήμελκτος
ἀνήμελκτος ἀμέλγω unmilked, Od.

ShortDef

unmilked

Debugging

Headword:
ἀνήμελκτος
Headword (normalized):
ἀνήμελκτος
Headword (normalized/stripped):
ανημελκτος
IDX:
2805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2806
Key:
a)nh/melktos

Data

{'content': 'ἀνήμελκτος\n ἀμέλγω\n unmilked, Od.', 'key': 'a)nh/melktos'}