Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγράφω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπνέω
προσεπιπονέω
προσεπιρρίπτω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπίσταμαι
View word page
προσεπίκειμαι
προσεπίκειμαι Pass. to be urgent besides, Dem.
ShortDef
to be urgent besides
Debugging
Headword:
προσεπίκειμαι
Headword (normalized):
προσεπίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπικειμαι
IDX:
28021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28054
Key:
prosepi/keimai
Data
{'content': 'προσεπίκειμαι\n Pass. to be urgent besides, Dem.', 'key': 'prosepi/keimai'}