Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγράφω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
View word page
προσέοικα
προσέοικα perf. with pres. sense no pres. προσείκω is in use Attic inf. προσεικέναι Doric plup. ποτῴκειν 2nd sg. perf. pass. προσήιξαι in Eur.:— to be like, resemble, c. dat., Eur., etc. to seem fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and seemly, Soph.; so, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. to seem to do, c. inf., Dem.

ShortDef

to be like, resemble

Debugging

Headword:
προσέοικα
Headword (normalized):
προσέοικα
Headword (normalized/stripped):
προσεοικα
IDX:
28014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28047
Key:
prose/oika

Data

{'content': 'προσέοικα\n perf. with pres. sense\n no pres. προσείκω is in use\n Attic inf. προσεικέναι\n Doric plup. ποτῴκειν\n 2nd sg. perf. pass. προσήιξαι\n in Eur.:— to be like, resemble, c. dat., Eur., etc.\n to seem fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and seemly, Soph.; so, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph.\n to seem to do, c. inf., Dem.', 'key': 'prose/oika'}