Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγράφω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέω
View word page
προσεξηπειρόω
προσεξηπειρόω fut. ώσω to turn still more into dry land, Strab.
ShortDef
to turn still more into dry land
Debugging
Headword:
προσεξηπειρόω
Headword (normalized):
προσεξηπειρόω
Headword (normalized/stripped):
προσεξηπειροω
IDX:
28012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28045
Key:
prosechpeiro/w
Data
{'content': 'προσεξηπειρόω\n fut. ώσω\n to turn still more into dry land, Strab.', 'key': 'prosechpeiro/w'}