Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγράφω
View word page
προσεξετάζω
προσεξετάζω fut. σω to search into besides, Dem.

ShortDef

to search into besides

Debugging

Headword:
προσεξετάζω
Headword (normalized):
προσεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεξεταζω
IDX:
28010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28043
Key:
proseceta/zw

Data

{'content': 'προσεξετάζω\n fut. σω\n to search into besides, Dem.', 'key': 'proseceta/zw'}