Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
View word page
προσεξερείδομαι
προσεξερείδομαι Pass. to support oneself by, ταῖς χερσί Polyb.

ShortDef

to support oneself by

Debugging

Headword:
προσεξερείδομαι
Headword (normalized):
προσεξερείδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξερειδομαι
IDX:
28009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28042
Key:
prosecerei/domai

Data

{'content': 'προσεξερείδομαι\n Pass. to support oneself by, ταῖς χερσί Polyb.', 'key': 'prosecerei/domai'}