Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
View word page
προσεξεργάζομαι
προσεξεργάζομαι fut. -άσομαι Dep. to accomplish besides, Dem.; perf. -εξείργασμαι in pass. sense, Dem.

ShortDef

to accomplish besides

Debugging

Headword:
προσεξεργάζομαι
Headword (normalized):
προσεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξεργαζομαι
IDX:
28008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28041
Key:
prosecerga/zomai

Data

{'content': 'προσεξεργάζομαι\n fut. -άσομαι\n Dep. to accomplish besides, Dem.; perf. -εξείργασμαι in pass. sense, Dem.', 'key': 'prosecerga/zomai'}