Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπαινέω
View word page
προσεξανίσταμαι
προσεξανίσταμαι Pass. with aor2 act. -ανέστην to rise up to, πρός τι Plut.

ShortDef

to rise up to

Debugging

Headword:
προσεξανίσταμαι
Headword (normalized):
προσεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξανισταμαι
IDX:
28005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28038
Key:
prosecani/stamai

Data

{'content': 'προσεξανίσταμαι\n Pass. with aor2 act. -ανέστην\n to rise up to, πρός τι Plut.', 'key': 'prosecani/stamai'}