Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
προσεξηπειρόω
πρόσεξις
View word page
προσεξαμαρτάνω
προσεξαμαρτάνω fut. -αμαρτήσομαι to err besides or still more, Dem.

ShortDef

to err besides

Debugging

Headword:
προσεξαμαρτάνω
Headword (normalized):
προσεξαμαρτάνω
Headword (normalized/stripped):
προσεξαμαρτανω
IDX:
28003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28036
Key:
prosecamarta/nw

Data

{'content': 'προσεξαμαρτάνω\n fut. -αμαρτήσομαι\n to err besides or still more, Dem.', 'key': 'prosecamarta/nw'}