Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
View word page
προσεντείνω
προσεντείνω fut. -τενῶ to strain still more, πρ. πληγάς τινι to lay more blows on one, Dem.

ShortDef

to strain still more

Debugging

Headword:
προσεντείνω
Headword (normalized):
προσεντείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεντεινω
IDX:
28000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28033
Key:
prosentei/nw

Data

{'content': 'προσεντείνω\n fut. -τενῶ\n to strain still more, πρ. πληγάς τινι to lay more blows on one, Dem.', 'key': 'prosentei/nw'}