Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
View word page
προσεννοέω
προσεννοέω fut. ήσω to think on, observe besides, Xen.
ShortDef
to think on, observe besides
Debugging
Headword:
προσεννοέω
Headword (normalized):
προσεννοέω
Headword (normalized/stripped):
προσεννοεω
IDX:
27999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28032
Key:
prosennoe/w
Data
{'content': 'προσεννοέω\n fut. ήσω\n to think on, observe besides, Xen.', 'key': 'prosennoe/w'}