Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
View word page
προσεννέπω
προσεννέπω to address, accost, Pind., Trag.; τάδε σʼ ἐγὼ πρ. I address these words to thee, Aesch. c. inf. to intreat or command, τινὰ ποιεῖν τι Pind. πρ. τινά τι to call by a name, Aesch.

ShortDef

to address, accost

Debugging

Headword:
προσεννέπω
Headword (normalized):
προσεννέπω
Headword (normalized/stripped):
προσεννεπω
IDX:
27998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28031
Key:
prosenne/pw

Data

{'content': 'προσεννέπω\n to address, accost, Pind., Trag.; τάδε σʼ ἐγὼ πρ. I address these words to thee, Aesch.\n c. inf. to intreat or command, τινὰ ποιεῖν τι Pind.\n πρ. τινά τι to call by a name, Aesch.', 'key': 'prosenne/pw'}