Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξελίσσω
View word page
προσενεχυράζω
προσενεχυράζω fut. σω to seize as an additional pledge for payment, Dem.
ShortDef
to seize as an additional pledge for payment
Debugging
Headword:
προσενεχυράζω
Headword (normalized):
προσενεχυράζω
Headword (normalized/stripped):
προσενεχυραζω
IDX:
27997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28030
Key:
prosenexura/zw
Data
{'content': 'προσενεχυράζω\n fut. σω\n to seize as an additional pledge for payment, Dem.', 'key': 'prosenexura/zw'}