Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
προσεξαμαρτάνω
View word page
προσεμβάλλω
προσεμβάλλω to throw or put into besides, Plut.

ShortDef

to throw

Debugging

Headword:
προσεμβάλλω
Headword (normalized):
προσεμβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβαλλω
IDX:
27993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28026
Key:
prosemba/llw

Data

{'content': 'προσεμβάλλω\n to throw or put into besides, Plut.', 'key': 'prosemba/llw'}