Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεξαιρέω
View word page
προσεμβαίνω
προσεμβαίνω to step upon, trample on, τινί Soph.

ShortDef

to step upon, trample on

Debugging

Headword:
προσεμβαίνω
Headword (normalized):
προσεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβαινω
IDX:
27992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28025
Key:
prosembai/nw

Data

{'content': 'προσεμβαίνω\n to step upon, trample on, τινί Soph.', 'key': 'prosembai/nw'}