Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
View word page
προσελλείπω
προσελλείπω to be still wanting, Anth.

ShortDef

to be still wanting

Debugging

Headword:
προσελλείπω
Headword (normalized):
προσελλείπω
Headword (normalized/stripped):
προσελλειπω
IDX:
27991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28024
Key:
prosellei/pw

Data

{'content': 'προσελλείπω\n to be still wanting, Anth.', 'key': 'prosellei/pw'}