Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
προσεννοέω
View word page
προσελαύνω
προσελαύνω fut. -ελάσω Attic -ελῶ aor1 -ήλασα to drive or chase to a place, Thuc.:—Pass. to be driven or fixed to, πρός τι Plut. seemingly intr., (sub. ἵππον) , to ride towards, ride up, Hdt., Xen.; οἱ προσελαύνοντες the cavalry, Xen. (sub. στρατόν) , to march up, arrive, Xen.

ShortDef

to drive

Debugging

Headword:
προσελαύνω
Headword (normalized):
προσελαύνω
Headword (normalized/stripped):
προσελαυνω
IDX:
27989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28022
Key:
proselau/nw

Data

{'content': 'προσελαύνω\n fut. -ελάσω\n Attic -ελῶ\n aor1 -ήλασα\n to drive or chase to a place, Thuc.:—Pass. to be driven or fixed to, πρός τι Plut.\n seemingly intr.,\n (sub. ἵππον) , to ride towards, ride up, Hdt., Xen.; οἱ προσελαύνοντες the cavalry, Xen.\n (sub. στρατόν) , to march up, arrive, Xen.', 'key': 'proselau/nw'}