Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενεχυράζω
προσεννέπω
View word page
προσεκχλευάζω
προσεκχλευάζω fut. σω to ridicule besides, τινά Dem.

ShortDef

to ridicule besides

Debugging

Headword:
προσεκχλευάζω
Headword (normalized):
προσεκχλευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεκχλευαζω
IDX:
27988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28021
Key:
prosekxleua/zw

Data

{'content': 'προσεκχλευάζω\n fut. σω\n to ridicule besides, τινά Dem.', 'key': 'prosekxleua/zw'}