Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
View word page
προσεκτίλλω
προσεκτίλλω fut. -τιλῶ to pluck out besides, τὰ πτερά Ar.
ShortDef
to pluck out besides
Debugging
Headword:
προσεκτίλλω
Headword (normalized):
προσεκτίλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτιλλω
IDX:
27986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28019
Key:
prosekti/llw
Data
{'content': 'προσεκτίλλω\n fut. -τιλῶ\n to pluck out besides, τὰ πτερά Ar.', 'key': 'prosekti/llw'}