Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβλέπω
προσεμπικραίνομαι
View word page
προσεκτικός
προσεκτικός προσεκτικός, ή, όν προσέχω attentive, Xen.
ShortDef
attentive
Debugging
Headword:
προσεκτικός
Headword (normalized):
προσεκτικός
Headword (normalized/stripped):
προσεκτικος
IDX:
27985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28018
Key:
prosektiko/s
Data
{'content': 'προσεκτικός\n προσεκτικός, ή, όν\n προσέχω\n attentive, Xen.', 'key': 'prosektiko/s'}