Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
προσεμβαίνω
View word page
προσεκπέμπω
προσεκπέμπω fut. ψω to send away besides, Xen.
ShortDef
to send away besides
Debugging
Headword:
προσεκπέμπω
Headword (normalized):
προσεκπέμπω
Headword (normalized/stripped):
προσεκπεμπω
IDX:
27982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28015
Key:
prosekpe/mpw
Data
{'content': 'προσεκπέμπω\n fut. ψω\n to send away besides, Xen.', 'key': 'prosekpe/mpw'}