Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
προσελλείπω
View word page
προσεκβάλλω
προσεκβάλλω fut. -βαλῶ to cast out besides, Dem. to draw out further, prolong, Strab.

ShortDef

to cast out besides

Debugging

Headword:
προσεκβάλλω
Headword (normalized):
προσεκβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεκβαλλω
IDX:
27981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28014
Key:
prosekba/llw

Data

{'content': 'προσεκβάλλω\n fut. -βαλῶ\n to cast out besides, Dem.\n to draw out further, prolong, Strab.', 'key': 'prosekba/llw'}