Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσέλκω
View word page
προσείω
προσείω fut. σω to hold out and shake, πρ. χεῖρα to shake it threateningly, Eur.; προσείειν ἀνασείειν τε τὸν πλόκαμον to wave it up and down, Eur.: metaph., πρ. φόβον to hold a thing out as a bugbear, Thuc.

ShortDef

to hold out and shake

Debugging

Headword:
προσείω
Headword (normalized):
προσείω
Headword (normalized/stripped):
προσειω
IDX:
27980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28013
Key:
prosei/w

Data

{'content': 'προσείω\n fut. σω\n to hold out and shake, πρ. χεῖρα to shake it threateningly, Eur.; προσείειν ἀνασείειν τε τὸν πλόκαμον to wave it up and down, Eur.: metaph., πρ. φόβον to hold a thing out as a bugbear, Thuc.', 'key': 'prosei/w'}