Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνηβητήριος
ἄνηβος
ἀνηγεμόνευτος
ἀνηγέομαι
ἀνήδυντος
ἀνήθινος
ἄνηθον
ἀνήκεστος
ἀνήκοος
ἀνηκουστέω
ἀνήκουστος
ἀνήκω
ἀνηλεής
ἀνήλιος
ἀνήλιπος
ἀνήμελκτος
ἀνήμερος
ἀνηνεμία
ἀνήνεμος
ἀνήνοθε
ἀνήνυστος
View word page
ἀνήκουστος
ἀνήκουστος ἀκούω unheard of, Lat. inauditus, ἤκουσʼ ἀνήκουστα Soph. act. not willing to hear: τὸ ἀνήκουστον disobedience, Xen.
ShortDef
unheard of
Debugging
Headword:
ἀνήκουστος
Headword (normalized):
ἀνήκουστος
Headword (normalized/stripped):
ανηκουστος
IDX:
2800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2801
Key:
a)nh/koustos
Data
{'content': 'ἀνήκουστος\n ἀκούω\n unheard of, Lat. inauditus, ἤκουσʼ ἀνήκουστα Soph.\n act. not willing to hear: τὸ ἀνήκουστον disobedience, Xen.', 'key': 'a)nh/koustos'}