Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
προσεκτέος
View word page
προσειλέω
προσειλέω Doric ποτι-ειλέω fut. ήσω to press or force towards, Il.; μὴ προσείλει χεῖρα press not your hand against me, Eur.

ShortDef

to press

Debugging

Headword:
προσειλέω
Headword (normalized):
προσειλέω
Headword (normalized/stripped):
προσειλεω
IDX:
27974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28007
Key:
proseile/w

Data

{'content': 'προσειλέω\n Doric ποτι-ειλέω\n fut. ήσω\n to press or force towards, Il.; μὴ προσείλει χεῖρα press not your hand against me, Eur.', 'key': 'proseile/w'}