Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκπέμπω
προσεκπυρόω
View word page
προσείκελος
προσείκελος προσ-είκελος, ον, somewhat like, c. dat., Hdt.
ShortDef
somewhat like
Debugging
Headword:
προσείκελος
Headword (normalized):
προσείκελος
Headword (normalized/stripped):
προσεικελος
IDX:
27973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28006
Key:
prosei/kelos
Data
{'content': 'προσείκελος\n προσ-είκελος, ον,\n somewhat like, c. dat., Hdt.', 'key': 'prosei/kelos'}