Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
προσείω
View word page
προσεθίζω
προσεθίζω to accustom or inure one to a thing, τινά τι Xen.; c. acc. et inf., Xen.:—Pass. to accustom oneself to a thing, τινι Xen.

ShortDef

to accustom

Debugging

Headword:
προσεθίζω
Headword (normalized):
προσεθίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεθιζω
IDX:
27970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28003
Key:
proseqi/zw

Data

{'content': 'προσεθίζω\n to accustom or inure one to a thing, τινά τι Xen.; c. acc. et inf., Xen.:—Pass. to accustom oneself to a thing, τινι Xen.', 'key': 'proseqi/zw'}