Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
προσεῖπον
προσεισπράσσω
View word page
πρόσεδρος
πρόσεδρος πρόσ-εδρος, ον, ἕδρα sitting near, πρ. λιγνύς smoke hanging about, Soph.

ShortDef

sitting near

Debugging

Headword:
πρόσεδρος
Headword (normalized):
πρόσεδρος
Headword (normalized/stripped):
προσεδρος
IDX:
27969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28002
Key:
pro/sedros

Data

{'content': 'πρόσεδρος\n πρόσ-εδρος, ον,\n ἕδρα\n sitting near, πρ. λιγνύς smoke hanging about, Soph.', 'key': 'pro/sedros'}