Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι
View word page
προσεδρεύω
προσεδρεύω fut. σω πρόσεδρος to sit near, be always at his side, c. dat., Eur., Dem.; πρ. τῷ διδασκαλείῳ to be in regular attendance at the school, Dem. metaph. to sit by and watch, τοῖς πράγμασι Dem.

ShortDef

to sit near, be always at

Debugging

Headword:
προσεδρεύω
Headword (normalized):
προσεδρεύω
Headword (normalized/stripped):
προσεδρευω
IDX:
27967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28000
Key:
prosedreu/w

Data

{'content': 'προσεδρεύω\n fut. σω\n πρόσεδρος\n to sit near, be always at his side, c. dat., Eur., Dem.; πρ. τῷ διδασκαλείῳ to be in regular attendance at the school, Dem.\n metaph. to sit by and watch, τοῖς πράγμασι Dem.', 'key': 'prosedreu/w'}