Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
View word page
ἀγριωπός
ἀγριωπός ὤψ wild-looking, Eur.

ShortDef

wild-looking

Debugging

Headword:
ἀγριωπός
Headword (normalized):
ἀγριωπός
Headword (normalized/stripped):
αγριωπος
IDX:
280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n280
Key:
a)griwpo/s

Data

{'content': 'ἀγριωπός\n ὤψ\n wild-looking, Eur.', 'key': 'a)griwpo/s'}