Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
πρόσειλος
View word page
προσεδαφίζω
προσεδαφίζω to fasten to the ground: Pass., perf., κύτος προσηδάφισται the shield is made solid, Aesch.

ShortDef

to fasten to the ground

Debugging

Headword:
προσεδαφίζω
Headword (normalized):
προσεδαφίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεδαφιζω
IDX:
27965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27998
Key:
prosedafi/zw

Data

{'content': 'προσεδαφίζω\n to fasten to the ground: Pass., perf., κύτος προσηδάφισται the shield is made solid, Aesch.', 'key': 'prosedafi/zw'}