Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
προσείκελος
προσειλέω
View word page
προσεγχρίω
προσεγχρίω to besmear besides or once more, Anth.
ShortDef
to besmear besides
Debugging
Headword:
προσεγχρίω
Headword (normalized):
προσεγχρίω
Headword (normalized/stripped):
προσεγχριω
IDX:
27964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27997
Key:
prosegxri/w
Data
{'content': 'προσεγχρίω\n to besmear besides or once more, Anth.', 'key': 'prosegxri/w'}