Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
προσεῖδον
προσεικάζω
View word page
προσεγγυάομαι
προσεγγυάομαι fut. ήσομαι Mid. to become surety besides, πρ. τινα ὀφλήματος to become his surety also for the sum owed, Dem.

ShortDef

to become surety besides

Debugging

Headword:
προσεγγυάομαι
Headword (normalized):
προσεγγυάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεγγυαομαι
IDX:
27962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27995
Key:
proseggua/omai

Data

{'content': 'προσεγγυάομαι\n fut. ήσομαι\n Mid. to become surety besides, πρ. τινα ὀφλήματος to become his surety also for the sum owed, Dem.', 'key': 'proseggua/omai'}