Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
πρόσεδρος
προσεθίζω
View word page
προσεγγίζω
προσεγγίζω fut. Attic ιῶ to approach, τινί Anth.
ShortDef
to approach
Debugging
Headword:
προσεγγίζω
Headword (normalized):
προσεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεγγιζω
IDX:
27960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27993
Key:
proseggi/zw
Data
{'content': 'προσεγγίζω\n fut. Attic ιῶ\n to approach, τινί Anth.', 'key': 'proseggi/zw'}