Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
προσεδρία
View word page
προσδόκιμος
προσδόκιμος προσ-δόκιμος, ον, expected, looked for, or to be expected, Hdt. often of persons, προσδόκιμος ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. expected to come to Cyprus, against Miletus, Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc.

ShortDef

expected, looked for

Debugging

Headword:
προσδόκιμος
Headword (normalized):
προσδόκιμος
Headword (normalized/stripped):
προσδοκιμος
IDX:
27958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27991
Key:
prosdo/kimos

Data

{'content': 'προσδόκιμος\n προσ-δόκιμος, ον,\n expected, looked for, or to be expected, Hdt.\n often of persons, προσδόκιμος ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. expected to come to Cyprus, against Miletus, Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc.', 'key': 'prosdo/kimos'}