προσδοκία
προσδοκία
προσδοκία, ἡ,
προσδοκάω
a looking for, expectation, μέλλοντος κακοῦ, θανάτου Plat.:—absol. Dem.:—foll. by a relat. word, προσδοκία ἦν μὴ . . or μὴ οὐ . . , Thuc.; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . , Thuc.
with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Thuc.