Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
προσεδρεύω
View word page
προσδοκία
προσδοκία προσδοκία, ἡ, προσδοκάω a looking for, expectation, μέλλοντος κακοῦ, θανάτου Plat.:—absol. Dem.:—foll. by a relat. word, προσδοκία ἦν μὴ . . or μὴ οὐ . . , Thuc.; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . , Thuc. with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Thuc.

ShortDef

a looking for, expectation

Debugging

Headword:
προσδοκία
Headword (normalized):
προσδοκία
Headword (normalized/stripped):
προσδοκια
IDX:
27957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27990
Key:
prosdoki/a

Data

{'content': 'προσδοκία\n προσδοκία, ἡ,\n προσδοκάω\n a looking for, expectation, μέλλοντος κακοῦ, θανάτου Plat.:—absol. Dem.:—foll. by a relat. word, προσδοκία ἦν μὴ . . or μὴ οὐ . . , Thuc.; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . , Thuc.\n with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Thuc.', 'key': 'prosdoki/a'}