Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσδιασαφέω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
προσεδρεία
View word page
προσδοκητός
προσδοκητός προσδοκητός, ή, όν προσδοκάω expected, Aesch.
ShortDef
expected
Debugging
Headword:
προσδοκητός
Headword (normalized):
προσδοκητός
Headword (normalized/stripped):
προσδοκητος
IDX:
27956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27989
Key:
prosdokhto/s
Data
{'content': 'προσδοκητός\n προσδοκητός, ή, όν\n προσδοκάω\n expected, Aesch.', 'key': 'prosdokhto/s'}