Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσδιαπράσσω
προσδιασαφέω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
προσδοκητός
προσδοκία
προσδόκιμος
προσεάω
προσεγγίζω
προσεγγράφω
προσεγγυάομαι
προσεγκελεύομαι
προσεγχρίω
προσεδαφίζω
View word page
προσδοκέω
προσδοκέω aor1 -έδοξα to be thought besides, c. inf., ἀπειρόκαλος προσέδοξεν εἶναι Dem.
ShortDef
to be thought besides
Debugging
Headword:
προσδοκέω
Headword (normalized):
προσδοκέω
Headword (normalized/stripped):
προσδοκεω
IDX:
27955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27988
Key:
prosdoke/w
Data
{'content': 'προσδοκέω\n aor1 -έδοξα\n to be thought besides, c. inf., ἀπειρόκαλος προσέδοξεν εἶναι Dem.', 'key': 'prosdoke/w'}