Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέω
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιανέμω
προσδιαπράσσω
προσδιασαφέω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
προσδοκέω
View word page
προσδιαπράσσω
προσδιαπράσσω fut. ξω to accomplish besides, Xen.

ShortDef

to accomplish besides

Debugging

Headword:
προσδιαπράσσω
Headword (normalized):
προσδιαπράσσω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαπρασσω
IDX:
27945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27978
Key:
prosdiapra/ssw

Data

{'content': 'προσδιαπράσσω\n fut. ξω\n to accomplish besides, Xen.', 'key': 'prosdiapra/ssw'}