Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέω
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιανέμω
προσδιαπράσσω
προσδιασαφέω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
προσδιορίζω
προσδοκάω
View word page
προσδιανέμω
προσδιανέμω fut. -νεμῶ to distribute besides, Plut.: —Mid., in pl., to divide among themselves besides, Dem.
ShortDef
to distribute besides
Debugging
Headword:
προσδιανέμω
Headword (normalized):
προσδιανέμω
Headword (normalized/stripped):
προσδιανεμω
IDX:
27944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27977
Key:
prosdiane/mw
Data
{'content': 'προσδιανέμω\n fut. -νεμῶ\n to distribute besides, Plut.: —Mid., in pl., to divide among themselves besides, Dem.', 'key': 'prosdiane/mw'}